- θηλύμορφον
- θηλύμορφοςwoman-shapedmasc/fem acc sgθηλύμορφοςwoman-shapedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξιχνεύω — ἐξιχνεύω (AM) 1. εξιχνιάζω, ανακαλύπτω («ἐξιχνεύσατε τὸν θηλύμορφον ξένον», Ευρ.) 2. ερευνώ και) ανακαλύπτω τη σημασία (λέξης κ.λπ.) («τὸν ἐν ἐκάστῃ συλλαβῇ... νοῡν ἐξιχνεύειν», Πλούτ.) αρχ. φρ. «ἐξιχνεύω Ἑλλάδα γλῶσσαν» προσπαθώ να μιλήσω… … Dictionary of Greek